- πολύσχημος
- πολύσχημοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύσχημος — η, ο / πολύσχημος, ον, ΝΜΑ ο ποικίλος ως προς το σχήμα ή τη μορφή, πολύμορφος («πολύσχημος χείρ», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό σχημος] … Dictionary of Greek
πολύσχημον — πολύσχημος masc/fem acc sg πολύσχημος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσχήμων — πολύσχημος masc/fem/neut gen pl πολυσχήμων onos masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσχήμῳ — πολύσχημος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσχημοι — πολύσχημος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՁԵՒ — ( ) NBH 1 410 Chronological Sequence: 6c, 8c ա.մ. πολύσχημος multarum figurarum, πολυειδής, ποικίλος multiformis, varius Բազում ձեւով յօրինեալ. յոքնատեսիլ. պէսպէս. բազմագոյն. *Անունն Աստուծոյ՝ բազմաձեւ եւ բազմատեսակ յասացելոցն (այսինքն՝ ʼի սուրբ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)